- εισοπτρικος
- εἰσοπτρικόςεἰσ-οπτρικόςстароатт. ἐσοπτρικός 3отраженный в зеркале, зеркальный
(εἰκόνες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰκόνες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισοπτρικός — εἰσοπτρικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε είσοπτρο* … Dictionary of Greek